μεθοδεύσῃς

μεθοδεύσῃς
μεθοδεύω
treat
aor subj act 2nd sg
μεθοδεύω
treat
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εθοδολογία — η 1. τρόπος μεθόδευσης, ο τρόπος εφαρμογής μιας μεθόδου 2. (φιλοσ.) α) μέρος τής φιλοσοφίας που ασχολείται με την ανάλυση και μελέτη τών μεθόδων οι οποίες χρησιμοποιούνται στη σύγχρονη επιστήμη, η επιστήμη ή η θεωρία τής μεθόδου β) το σύνολο τών… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”